Η μαζική αυταπάτη

Ξέρουμε ότι υπάρχει απόσταση ανάμεσα στην όμορφη αλλά ψεύτικη μάσκα της εξουσίας και την άσχημη πραγματικότητα, όμως εξακολουθούμε να θαυμάζουμε την όμορφη μάσκα. Ξέρουμε ότι ο αυτοκράτορας είναι γυμνός, αλλά συνεχίζουμε να υποκρινόμαστε πως δεν το βλέπουμε. Ο Τραμπ περηφανεύεται για τη «γύμνια» του, δεν σ’ αφήνει να ξεγελαστείς. Ποιον προτιμάτε λοιπόν; Τον κακό Τραμπ ή τον «ευπρεπή» Μητσοτάκη; Τη γλωσσική βαρβαρότητα και την επίθεση στους πιο αδύνατους ή τον πολιτικό κυνισμό και την ψεύτικη ηθικολογία; Είναι πιο εύκολη η αντίσταση στη σκληρότητα που κομπάζει ή η αναμέτρηση με το επιφανειακό ψέμα και την υπόγεια δολοπλοκία;

Οι πολιτικές που θα ανακοινώσει σήμερα ο Τραμπ ακολουθούν τους κανόνες ενός έργου horror. Θα μιλήσει σήμερα ως ο άγγελος της Αποκάλυψης. Ο Τραμπ και οι άνθρωποι του μοιάζουν με προσωποποιήσεις του κακού, μοχθηροί, εκδικητικοί. Στην Ελλάδα, αντίθετα, οι πολιτικοί μαλώνουν για το ποιος είναι πιο κεντρώος, φιλικός, καλός. Στην Ελλάδα έχουμε την αντίστροφη κατάσταση. Η πολιτική μοιάζει με μια σαπουνόνερα. Οι πολιτικοί μας καλούν να γνωρίσουμε την οικογένειά τους, να ενδιαφερθούμε για τα ρούχα και τα σπίτια τους, να μάθουμε για τις διακοπές και τα παιδιά τους. Τους λέμε Κυριάκο και ΓΑΠ, Άδωνη και Στέφανο, σαν να τους ξέρουμε. Bad cop, good cop. Αλλά όλοι φαντάζουν σαν μάσκες του εαυτού τους. Παρακολουθώντας μια πετυχημένη σαπουνόπερα αγωνιούμε για τα προβλήματα των πρωταγωνιστών, περιμένουμε το επόμενο επεισόδιο. Στις σειρές horror, τα συναισθήματα είναι ισχυρότερα, ο φόβος μοιάζει πραγματικός, η λύση συνήθως καταστροφική. Όμως ξέρουμε ότι όλοι είναι ηθοποιοί. Μπορεί να στενοχωριόμαστε με τις αγωνίες και τα παθήματα τους, αλλά ξέρουμε ότι γυρίζουν σπίτι τους μετά την κινηματογράφηση.
Στην πολιτική τα πράγματα είναι αντίστροφα. Οι πρωταγωνιστές είναι πραγματικοί άνθρωποι, αλλά τα λόγια που αρθρώνουν έχει συχνά μικρή σχέση με την πραγματικότητα. Βέβαια η πολιτική ήταν πάντα μια παράσταση, το θεατρικό της μέρος όσο σημαντικό όσο το εκτελεστικό. Αλλά ως σαπουνόπερα, το έργο πετυχαίνει όταν διαφέρει από την πραγματικότητα. Στο θέατρο χανόμαστε για λίγο στον φανταστικό κόσμο που σκηνοθετείται. Στην πολιτική, βρισκόμαστε διαρκώς σε μια ζώνη λυκόφωτος όπου η αλήθεια και το ψέμα συγχέονται, το κακό βαφτίζεται καλό σαν το ψάρι που ονομαζόταν όσπρια την Σαρακοστή στα μοναστήρια.
Είμαστε θύματα και θύτες μιας ομαδικής απάτης. Ξέρουμε την τεράστια απόσταση μεταξύ όσων λέει ο Μητσοτάκης και της πραγματικότητας: οι διεθνείς «επιτυχίες» της κυβέρνησης, η συνεχή οικονομική «ανάπτυξη», ο ΕΣΥ και τα νοσοκομεία «ποτέ καλύτερα». Οι δηλώσεις και οι πράξεις ανήκουν σε διαφορετικούς επιστημολογικά κόσμους που συγχέονται, ένα ψέμα που γίνεται αλήθεια, «ψευδαλήθεια». Ξέρουμε την απόσταση μεταξύ δηλώσεων και πραγματικότητας αλλά είμαστε στρατευμένοι σε μια συμμαχία προθύμων να πιστέψουν. Έτσι η αύξηση των τιμών μας βοηθάει να κάνουμε καλύτερες επιλογές, οι περισσότερες ΜΕΘ οδηγούν σε περισσότερους θανάτους, η μείωση των φοιτητών οδηγεί σε καλύτερα Πανεπιστήμια, ο κ Τασούλας έχει «ενωτικό πνεύμα και οι συνθετικές αρετές». Υποχρεώνεται το βαθύ κράτος να εξηγήσει στα θύματα γιατί παρακολουθούνται τα τηλέφωνα τους; Αρκεί η υπογραφή μιας «ενσωματωμένης» εισαγγελέως που υπέγραφε εκατοντάδες την ημέρα. Tο νόμιμο είναι ηθικό. Όπως έλεγε ένα μεσαιωνικό διάταγμα, η εξουσία του Πάπα (βλέπε Μητσοτάκη) είναι «διαπλαστική»: μπορεί να αλλάξει τον φυσικό νόμο ή να εξαιρέσει κάποιον από την εφαρμογή του. Μπορεί να φτιάξει κάτι από το μηδέν, να νομιμοποιήσει τις παρανομίες. Ζώνη λυκόφωτος, «ψευδαλήθεια» .

Η αυταπάτη
Η απάτη επιβιώνει λόγω της δικής μας χρόνιας αυταπάτης. Ξέρουμε ότι πολλά που μας λένε δεν ισχύουν, πιστεύουμε σε αρχές και αξίες που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Πιστεύουμε στα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά αδιαφορούμε για το τι έγινε και γίνεται στον Έβρο ή την Πύλο. Πιστεύουμε στη δημοκρατία, αλλά δεν μας ενοχλεί ότι τα τηλέφωνα παρακολουθούνται. Πιστεύουμε στην κοινωνική συνοχή, αλλά δεν μας ενοχλεί ότι η φτώχεια, η ανεργία, η αρρώστια γιγαντώνονται αλλά οι εκατομμυριούχοι πολλαπλασιάζονται. Πιστεύουμε στην ελεύθερη αγορά και την ελευθερία του λόγου, αλλά δεν μας πειράζουν τα ολιγοπώλια του Μαρινάκη.
Ένα γνωστό ανέκδοτο για τον Niels Bohr, τον φυσικό και ερευνητή της δομής του ατόμου και της κβαντικής θεωρίας, για την οποία πήρε το Νόμπελ Φυσικής το 1922, δείχνει πως λειτουργεί η «ψευδαλήθεια». Επιστήμονας που επισκέφτηκε τον Bohr στο εξοχικό του, σοκαρισμένος γιατί είχε ένα πέταλο πάνω από την πόρτα, του λέει: «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι θεωρείς ότι τα πέταλα κρατούν τα κακά πνεύματα έξω από το σπίτι». «Ούτε εγώ» απάντησε ο Bohr. «Το έχω επειδή μου είπαν ότι δουλεύει εξίσου καλά ακόμη και αν δεν το πιστεύεις». Έτσι λειτουργεί η ιδεολογία σήμερα: όλοι ξέρουμε ότι η δημοκρατία του Μητσοτάκη υπηρετεί τη διαπλοκή, τις υποκλοπές, τις άμεσες αναθέσεις, τα ιδιωτικά κολέγια και κλινικές, τα ΜΜΕ που υποστηρίζουν την κυβέρνηση. Ξέρουμε ότι το κράτος δικαίου είναι ένας ρητορικός ισχυρισμός. Τιμάται όταν καταδικάζει τους αντιπάλους και τους αντιρρησίες και αθωώνει τους δικούς μας, αλλά καταδικάζεται στις λίγες περιπτώσεις που δεν δικαιώνει την εξουσία και τους πλούσιους. Δρούμε «ως εάν» η δημοκρατία και το κράτος δικαίου λειτουργούν. Ίσως πρέπει να ακολουθήσουμε τη συμβουλή του Μαρξ, του Γκράουτσο Μαρξ: «Μπορεί ο άνθρωπος αυτός να μοιάζει με έναν διεφθαρμένο ηλίθιο και να ενεργεί ως ένας διεφθαρμένος ηλίθιος, αλλά μην του επιτρέπετε να σας εξαπατήσει – είναι ένας διεφθαρμένος ηλίθιος».
Η κοινωνία ξέρει να αποκωδικοποιεί την υποκριτική τέχνη και την υποκρισία των πολιτικών αλλά δεν αλλάζει. Έχουμε αποδομήσει την ιδεολογία, αλλά συνεχίζουμε να λειτουργούμε σύμφωνα με τις προσταγές της. Σε αντίθεση με προηγούμενες εποχές – πάντα η ιδεολογία φτιασίδωνε την πραγματικότητα – ξέρουμε την απάτη. Είμαστε πιο τίμιοι γιατί είμαστε πιο κυνικοί. Έτσι η ιδεολογία λειτουργεί ως κριτική της ιδεολογικής ελπίδας: μην πιστεύετε ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν καλύτερα, ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει. Έχουμε κάνει τον πραγματισμό ουτοπία, τον μπανάλ ρεαλισμό ριζοσπαστική προσδοκία. Ζούμε στην εποχή της μαζικής αυταπάτης, είμαστε εθελούσια θύματα αλλά και αδιάφοροι παρατηρητές του μηδενιστικού κυνισμού.
Τα παραδείγματα του κυνισμού και του μηδενισμού της εξουσίας είναι καθημερινά. Ο κυνισμός χρησιμοποιεί την ηθική υποκριτικά για να την υποσκάψει: την αποδέχεται επιφανειακά και ταυτόχρονα την παραβιάζει. «Ξέρουμε ότι αυτά που λέμε είναι ψέματα και αυτά που κάνουμε άδικα, εντούτοις τα λέμε, τα κάνουμε και τα καλύπτουμε με ηθικιστικές δικαιολογίες». Οι πολιτικοί γνωρίζουν το χάσμα και συνεχίζουν απτόητοι, αξιοποιώντας την νεωτερική αρχή ότι ένα ψέμα που επαναλαμβάνεται συχνά γίνεται αλήθεια και, τη μεταμοντέρνα, ότι ό,τι επαναλαμβάνεται συχνά καταντάει βαρετό και απωθεί τους ανθρώπους που παύουν να ασχολούνται μαζί του.
Η αναγνώριση της σημασίας της ηθικής αιτιολόγησης κάνει τον κυνισμό μια ιδεολογία που προσπαθεί να προβλέψει και να απαντήσει εκ των προτέρων στις πιθανές κριτικές στην υποκρισία του. Η υποκρισία βέβαια αποτελεί τον φόρο που το ψέμα και το άδικο πληρώνουν στην αλήθεια και την αρετή. Από την άλλη εμείς, οι απομυθοποιητές της ιδεολογίας, μοιάζουμε με το παιδί που, ενώ τις τρώει καθημερινά από τον νταή του σχολείου, γυρίζει στο σπίτι χαρούμενο γιατί κατάλαβε ότι ο νταής είναι βλάκας και παίρνει κακούς βαθμούς. Ξέρουμε ότι υπάρχει απόσταση ανάμεσα στην όμορφη αλλά ψεύτικη μάσκα της εξουσίας και την άσχημη πραγματικότητα αλλά εξακολουθούμε να θαυμάζουμε την όμορφη μάσκα. Ξέρουμε ότι ο αυτοκράτορας είναι γυμνός, αλλά συνεχίζουμε να υποκρινόμαστε πως δεν το βλέπουμε. Ο Τραμπ περηφανεύεται για την «γύμνια» του, δεν σ’ αφήνει να ξεγελαστείς.
Ποιον προτιμάτε λοιπόν; Τον κακό Τραμπ ή τον «ευπρεπή» Μητσοτάκη; Την γλωσσική βαρβαρότητα και την επίθεση στους πιο αδύνατους ή τον πολιτικό κυνισμό και την ψεύτικη ηθικολογία; Είναι πιο εύκολη η αντίσταση στην σκληρότητα που κομπάζει ή η αναμέτρηση με το επιφανειακό ψέμα και την υπόγεια δολοπλοκία;