Χριστούγεννα και πολιτική θεολογία

Ετερονομίας στην Αυτονομία

Χριστούγεννα και πολιτική θεολογία

Οι «Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας» του Βάλτερ Μπένγιαμιν αρχίζουν με μια διάσημη αλληγορία. Ο ιστορικός υλισμός παρουσιάζεται ως ένας μηχανικός παίκτης σκακιού που τον χειρίζεται η θεολογία, ένας νάνος κρυμμένος κάτω από το τραπέζι. «Η μαριονέτα που ονομάζεται ιστορικός υλισμός κερδίζει κάθε φορά. Μπορεί εύκολα να κερδίσει οποιονδήποτε, αν στρατολογήσει τις υπηρεσίες της θεολογίας η οποία σήμερα, όπως γνωρίζουμε, είναι μικρή και άσχημη και πρέπει να κρύβεται.» Σε τι μπορεί θεολογία, ο κουκλοπαίκτης, να βοηθήσει τη ριζοσπαστική παράταξη; «Η παράδοση των καταπιεσμένων», λέει ο Μπένγιαμιν, «μας διδάσκει ότι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία ζούμε δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Ο στόχος μας είναι να επιτύχουμε μια πραγματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Η επανάσταση πρέπει να νικήσει την ψευδή κατάσταση εξαίρεσης, δηλαδή τον φασισμό και η θεολογία βοηθάει.

Ο Καρλ Σμιτ, συντηρητικός αντίπαλος του Μπένγιαμιν, συμφωνεί. Η κατάσταση εξαίρεσης αναστέλλει τον νόμο για να σωθεί η τάξη και να αποτραπεί η επανάσταση. Το φιλελεύθερο δίκαιο ωστόσο δεν καταλαβαίνει το καθήκον του να υπερασπιστεί το κράτος από την επανάσταση. Το κεντρικό επιχείρημα της πολιτικής θεολογίας είναι ότι «όλες οι σημαντικές έννοιες της σύγχρονης θεωρίας του κράτους είναι εκκοσμικευμένες θεολογικές έννοιες λόγω της ιστορικής τους εξέλιξης αλλά και της συστηματικής θεολογικής τους δομής, μια και μεταφέρθηκαν από τη θεολογία στη θεωρία του κράτους». Ο παντοδύναμος Θεός έγινε παντοδύναμος νομοθέτης, η κατάσταση εξαίρεσης στο δίκαιο είναι ανάλογη με το θαύμα στη θεολογία.

Θεός και νομοθέτης, μοιράζονται τη δομή τους. Μεταφέρθηκε όμως η θρησκευτική δομή στην πολιτική; Πολλοί φιλόσοφοι το αρνούνται. Η θρησκεία και η πολιτική δεν έχουν τίποτα κοινό, η πολιτική εμφανίζεται και επιβάλλεται όταν η θρησκεία αποχωρεί. Κατά τον Ζακ Ρανσιέρ, η πολιτική αναδείχθηκε μαζί με την αρχαιοελληνική πόλη, όταν η Αθήνα εγκατέλειψε την προγονική και θρησκευτική αρχή και έγινε αυτοδιοικούμενη. Η δημοκρατία επικρατεί όταν ο δήμος, δηλαδή όσοι παραδοσιακά δεν είχαν τα προσόντα να κυβερνούν ως ιερείς, ηλικιωμένοι, σοφοί ή πλούσιοι, απαιτούν και αναλαμβάνουν την εξουσία. Ο Καστοριάδης συμφωνεί. Διακρίνει τις κοινωνίες σε ετερόνομες, την πλειοψηφία στην ιστορία, και τις λίγες αυτόνομες εξαιρέσεις, κυρίως την αρχαία Ελλάδα και την σύγχρονη Ευρώπη. Οι ετερόνομες κοινωνίες πιστεύουν ότι μια εξωτερική αρχή τους έφερε τον νόμο. Η εφεύρεση της πολιτικής, και της δημοκρατίας ως ιδιαίτερης μορφής της, οδήγησαν στην ιδέα της αυτό-νομίας: η κοινωνία, ο συλλογικός εαυτός, νομοθετεί τους κανόνες του. Η νεωτερική «εκκοσμίκευση» είναι επομένως άμεσο αποτέλεσμα της παρακμής και υποχώρησης των θρησκευτικών πεποιθήσεων και πρακτικών από το δημόσιο χώρο. Ο ορθός λόγος, η επιστήμη και η τεχνολογία εκδίωξαν τις προκαταλήψεις, τις μάγισσες και τα ξωτικά. Οι προ-νεωτερικές αρετές εγκαταλείφτηκαν μαζί με τις δεισιδαιμονίες, το κράτος έγινε ηθικά ουδέτερο.

Εν τούτοις τα συντάγματα της αυτονομίας, διατήρησαν ένα ιερό μυστικό στην καρδιά της πολιτείας. Στις «Ευμενίδες» του Αισχύλου, ο Ορέστης αθωώνεται για την μητροκτονία του. Η υπέρμαχος του Αθηνά δημιουργεί τον Άρειο Πάγο σύμβολο της νέας κοσμικής έννομης τάξης. Αλλά οι αρχές της, φιλία και πειθώ, δεν αρκούν. «Το δεινόν, ο φόβος και ο τρόμος, δεν πρέπει να εκδιωχτούν από την πόλη» διακηρύσσει η Αθηνά. Οι Ερινύες, παλιές τρομακτικές θεότητες της θρησκευτικής και προγονικής αρχής, μετονομάζονται Ευμενίδες, και προστατεύουν το νέο πολίτευμα. Ο φόβος και ο τρόμος που προκαλεί το υπερβατικό πρέπει να ενσωματωθούν στην πολιτεία για να υποστηρίζουν τους νέους θεσμούς και τον ορθό λόγο. Στη Ρώμη επίσης, η religio (θρησκεία) έχει δύο έννοιες: σχολαστική τήρηση των ιερών και των τελετουργιών αλλά και κοινοτικός δεσμός. Ως υπερβατική χάρις και κοινωνική δέσμευση, η religio συνδέει το ιερό και το πολιτικο-νομικό.

Ο Γάλλος ιστορικός Ζιλ Μισλέ συνδυάζει τη Ρώμη με τον Χριστιανισμό και παρουσιάζει τον λαό ως ένα «δημοκρατικό Χριστό». Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ πιστεύει ότι για να μπορέσουν οι θεσμοί του «Κοινωνικού Συμβολαίου» να εμπνεύσουν τις καρδιές των πολιτών χρειάζεται να ιδρυθεί μια «πολιτική θρησκεία» που θα περιβάλλει και ιεροποιεί το Σύνταγμα, κάτι που προσπάθησαν οι Γάλλοι και Ρώσοι επαναστάτες. Μια ορθολογική θρησκεία βασισμένη στην ιδέα της καθολικής ανθρωπότητας και λίγες βασικές αξίες είναι χρήσιμη για την κοινωνική ειρήνη. Η σύζευξη κοσμικού και θείου περιβάλλει την κρατική εξουσία ή την ριζοσπαστική ιδεολογία με τη θαλπωρή του θρησκευτικού συναισθήματος. Αλλά οι κοσμικές θρησκείες απέτυχαν. Ο ορθός λόγος, η επιστήμη και η τεχνολογία εκδίωξαν την υπερβατικότητα, τις μάγισσες και τα ξωτικά.

Η επιστροφή της θρησκείας

Παρά την μερική αποχώρηση της θρησκείας από τον δημόσιο χώρο, μια σύζευξη του κοσμικού και του θείου στοιχείου επέζησε. Αποσκοπεί να περιβάλλει την κρατική εξουσία ή την ιδεολογία με την θαλπωρή του θρησκευτικού συναισθήματος. Η αγία τριάδα του Πάπα, του Βασιλιά και του Εκτελεστή επιβάλλουν τη δημόσια τάξη. Ο Edmund Bourke συμπληρώνει: μπορεί να σεβόμαστε τον νόμο αλλά δεν τον αγαπάμε. Ο ορθός λόγος δεν οδηγεί στην έκσταση που προκαλούν το θείο και τα πάθη ούτε προσφέρει την παρηγοριά των δακρύων. Ψάχνουμε για πηγές του «δεινού» που η ορθολογική Αθηνά έβαλε στα θεμέλια της πολιτικής εξουσίας. Έτσι η θρησκεία επιστρέφει, στη «μετα-κοσμική» εποχή μας. Πιο χαρακτηριστικά στην θεολογία της απελευθέρωσης στη Λατινική Αμερική, την επιρροή των Καθολικών στην Πολωνία και των δεξιών Προτεσταντών στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βραζιλία και την Νότια Κορέα, όπως και τον ισλαμικό φονταμενταλισμό. Για τους ορθολογιστές, η εξέλιξη αυτή είναι ανεξήγητη, οι αρνητές της επιστήμης «ψεκασμένοι», το φαινόμενο προσωρινό. Αδυνατούν να κατανοήσουν το συναισθηματικό κενό της πολιτικής που επέβαλαν οι τεχνοκράτες και οι αγορές.

Για τους μεγάλους φαινομενολόγους Χάιντεγκερ, Μερλώ-Ποντύ, Κλωντ Λεφόρ, Μαρσέλ Γκωσέ η ανθρωπότητα θεμελιώνεται πάνω σε βάση που δεν δημιούργησε η ίδια. Η κοινωνία συγκροτείται σε σχέση με το απόλυτο και υπερβατικό Άλλο, μια προγενέστερη ετερότητα, που επιβάλει τη δομή και την τάξη της. Κάθε κοινωνία έβλεπε αρχικά τον εαυτό της από την σκοπιά ενός Νόμου που έρχονταν απ’ έξω. Ο σύνδεσμος με το εξωτερικό θεμέλιο, την απόλυτη ετερότητα, που θεμελιώνει την κοινωνία και την ανθρώπινη ύπαρξη έχει αποκοπεί αλλά δεν μπορεί να εξαφανιστεί. Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της νεωτερικότητας. Η ατομική και συλλογική αυτονομία ξεχνάει την υπερβατική προέλευση του κοινωνικού δεσμού.

Αυτή την απόλυτη ετερότητα διατήρησε ο Χριστιανισμός με τον «λόγο που εγενέτο σάρκα» τα Χριστουγέννα. Η σύγχρονη σημασία τους, το νόημα της «κένωσης» του θείου λόγου, είναι ότι ο Θεός γινόμενος σάρκα άδειασε τον εαυτό του. Αν ο άνθρωπος δημιουργήθηκε καθ’ εικόνα και ομοίωση, ο άδειος Θεός γίνεται η εικόνα της εικόνας του, ένα ομοίωμα στον καθρέφτη που δείχνει την διάσπαση τόσο του Θεού όσο και της εικόνας του. Ο τόπος της υπερβατικότητας του θείου κενώθηκε, έμεινε μια απουσία που σηματοδοτεί κάθε πτυχή της ζωής. Το υπερβατικό έγινε κομμάτι του εαυτού και της κοινωνίας, ένα κενό ως όριο της ύπαρξης: όριο της ατομικής ζωής (θάνατος), το όριο του άλλου (ηθική), το όριο της συνείδησης (ασυνείδητο). Ο εαυτός και η κοινωνία βασίζονται σε μια συστατική διαίρεση, μια μη σύμπτωση του εαυτού με τον εαυτό του. Η εσωτερικότητα ενσαρκώνει το υπερβατικό στην ιστορία. Συνεχίζεται.