Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς
Birkbeck Institute of the Humanities
Θεωρία στο Μέγαρο
ΕΦΣΥΝ ‘Πολιτικά & Φιλοσοφικά Επίκαιρα’
Open Athens
Πάσχα στον Πόρο, Πάσχα στο Λονδίνο
Πέρσι τέτοια εποχή, έκανα Πάσχα στην πατρώα γη, τον Πόρο. Έγραφα λοιπόν στη στήλη Πολιτικά και Φιλοσοφικά Επίκαιρα στην ΕφΣυν, που σήμερα χρειάζεται την βοήθεια όλων μας: «Μικρό νησί ο Πόρος. Απέναντι ο Γαλατάς, η Τροιζηνία, η Πελοπόννησος, ο γενέθλιος της Ελλάδας τόπος. Όπως το Ιπτάμενο Δελφίνι μπαίνει στα στενά από δεξιά ξετυλίγονται οι στέγες των σπιτιών, μία κωμόπολη με κεραμίδια και ακροκέραμα, νεοκλασικά και μικρόσπιτα, αρχοντικά και φτωχικά ντυμένα στα ροζ της βουκαμβίλιας. Δεν ζηλεύει τις Κυκλάδες ο Πόρος με τα ασβεστωμένα ομοιόμορφα σπίτια τους, τη φαιή ξεραμένη γη, ούτε του λείπει το απαστράπτον φως της Πάρου. Το φως εδώ είναι πολύχρωμο, παιχνιδιάρικο, σαν παιδί αλλάζει από στιγμή σε στιγμή παίρνοντας τις αποχρώσεις του ουράνιου τόξου». Φέτος, όπως σχεδόν σε όλα τα νησιά μας, ο Πόρος οδεύει στην Ανάσταση με τον φόβο του θανάτου μιας και το Περιφερειακό Ιατρείο του νησιού μας παραμένει υπο-στελεχωμένο με αποτέλεσμα να υπολειτουργεί καθώς υπηρετεί μόνο μία μόνιμη γιατρός και μερικές φορές κάποιος αγροτικός.
Πέμπτη
Πέρσι τέτοια εποχή στον Πόρο, μεγάλη εβδομάδα, εβδομάδα των παθών του θεανθρώπου. Φέτος, στο Λονδίνο με τους θανάτους των ανθρώπων να αυξάνουν κάθε μέρα, σαν να μας πολιορκεί ένας αχόρταγος στρατός του χάρου. Τη Μεγάλη Πέμπτη από το σπίτι μας θα θυμηθούμε την εξιστόρηση της πορείας προς τον θάνατο δώδεκα φορές. Κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος από νοήματα, αξίες, σχέσεις, μνήμες, επιθυμίες και όνειρα. Κάθε γέννηση ανοίγει έναν κόσμο, κάθε θάνατος τον κλείνει. Κανείς, ούτε και ο θεάνθρωπος, δεν ξεφεύγει το αναπόδραστο. Ο θάνατος είναι το πιο δικό μου πράγμα, εμμενής και επικείμενος. Είναι μέσα μου, η φροϋδική οργή θανάτου, και μπροστά μου, ξέρω ότι θα συμβεί, δεν ξέρω πότε. Ο θάνατος το μόνο που δεν θα μοιραστώ με κανέναν.
«Να μελετάς τη φιλοσοφία σημαίνει να μαθαίνεις να πεθαίνεις» τιτλοφορεί ο Μισέλ ντε Μονταίν (Michel Eyquem de Montaigne), δοκιμιογράφος του 16ου αιώνα, ένα από τα δοκίμια του. Και όχι μόνο. Το ίδιο ισχύει για την ανθρωπολογία, την αρχαιολογία. Η γνώση του αναπόφευκτου θανάτου διαχωρίζει την ανθρωπότητα από άλλες μορφές ζωής. Έχουμε μάθει για τους αρχαίους πολιτισμούς από τις πυραμίδες, τους θόλους, τα μαυσωλεία και τους τάφους, τις προσφορές και τα κτερίσματα που έδιναν στους νεκρούς να πάρουν μαζί τους. Γίνομαι άνθρωπος γιατί ξέρω ότι θα πεθάνω και γιατί κρατάω τον πεθαμένο μέσα μου. Γράφει ο Μονταίν: «Ο θάνατος είναι το τέλος του γένους μας. Από όλα τα καλά που μας δίνει η αρετή, η περιφρόνηση του θανάτου είναι το μεγαλύτερο. Συμβιβάζει την ανθρώπινη ζωή με μια ήπια και παρηγορητική ηρεμία και μας δίνει μια καθαρή και ευχάριστη γεύση της ζωής χωρίς την οποία θα εξαφανιζόταν κάθε άλλη ευχαρίστηση». Και προσθέτει «αν μας τρομάξει ο θάνατος, δεν είναι δυνατόν να περπατήσουμε ούτε βήμα χωρίς άγχος. Η θεραπεία που χρησιμοποιούν οι χυδαίοι είναι να μην τον σκέπτονται. Αλλά από ποια ακατανόητη βλακεία μπορούν να αντλήσουν τέτοια βαριά τύφλωση; Είναι σαν να βάζουν τα χαλινάρια στην ουρά του γάιδαρου».
Αυτό δεν κάνουμε κι εμείς; Κάθε χρόνο το θείο πάθος μας θυμίζει τον θάνατο. Οι καμπάνες που κλαίνε μας λένε ότι δεν θα αποφύγουμε το πεπρωμένο. Θυμόμαστε τον θάνατο του άλλου. Αλλά εκκλησία και κοινωνία μας κάνουν να ξεχνούμε τον δικό μας. Πάμε στον Επιτάφιο την Παρασκευή, επαναλαμβάνουμε τα έθιμα, παίζουν οι μπάντες του Ναυτικού, ανάβουμε τα κεράκια. Μετά τρώμε τα θαλασσινά, αυστηρά νηστίσιμα, μετά την Ανάσταση τη μαγειρίτσα, καλά καθαρισμένη, τσουγκρίζουμε τα κόκκινα αυγά. Οι λειτουργίες, οι τελετές, τα έθιμα είναι τα γκέμια στην ουρά. Δεν είναι προετοιμασία και παρηγοριά για τον θάνατο που έρχεται, αλλά η λήθη και η επιθυμία αναστολής του, που σταδιακά γίνονται ελπίδα και πίστη. Από εμμενής και επικείμενος, ο θάνατος βγαίνει από τον τόπο και τον χρόνο μου, με τα εξαπτέρυγα του Επιτάφιου και με τα επικήδεια εγκώμια, «η ζωή εν τάφω» και το «γλυκύ μου έαρ» σε ελαφρο-λαϊκή μορφή.
Φέτος τα πράγματα είναι διαφορετικά. Επειδή δεν θα πάμε στις εκκλησίες, επειδή δεν θα ψήσουμε αρνί, πιθανά να σκεφτούμε το τέλος μας. Γιατί φέτος, ο θάνατος και ο φόβος του είναι παντού. Μένουμε μέσα, μετράμε ανήσυχα τη θερμοκρασία μας, «μήπως έχω πυρετό;», ανησυχούμε στον παραμικρό βήχα δικό μας ή των συν-εγκλείστων μας. Ο θάνατος έγινε αυτό που είναι πάντα, μέρος της ζωής. Και όπως προειδοποιεί ο Μονταίν όταν μονιμοποιείται ο φόβος του, μεταμορφώνεται σε καταστροφικό άγχος. Μιλάμε στο τηλέφωνο, επικοινωνούμε χωρίς να κοινωνούμε, οι αυπνίες παίζουν μονότονα σαν κολλημένο δίσκο τα τελευταία νέα, «τόσα κρούσματα χτες, τόσοι στην εντατική, τόσοι τελείωσαν». Το τέλος μας είναι τώρα ψηλαφίσιμο. Είμαστε αιχμάλωτοι του δικού μας φόβου και όμηροι μιας εξουσίας που στηρίζεται στον πολλαπλασιασμό και τη διαχείριση του άγχους.
Για τον Φρόιντ, ο φόβος δημιουργείται από ορατές επικείμενες ή παρούσες απειλές. Αποτελεί αυτοσυντήρηση, μια εύλογη συναισθηματική αντίδραση σε εξωτερικό κίνδυνο. Το άγχος δεν έχει συγκεκριμένο αντικείμενο, είναι μια διάχυτη ανησυχία, η εσωτερίκευση του φόβου και η στροφή του ενάντια στον εαυτό. Ο αγχωμένος προβλέπει συνεχώς καταστροφές, ερμηνεύει κάθε σύμπτωση ως κακό οιωνό, ενώ κάθε αβεβαιότητα γίνεται προπομπός μεγάλων καταστροφών. Ο φόβος του θανάτου συνδέει το άτομο με την κοινωνία Το άγχος οδηγεί σε παθητικότητα και αποχώρηση. Η διαχείριση του άγχους αποτελεί στρατηγική πειθάρχησης και ελέγχου του πληθυσμού. Οι πολιτικές αντιμετώπισης του ρίσκου, απομόνωση, απόσταση, καταστολή, παρακολούθηση, απαντούν στον φόβο αλλά ταυτόχρονα τον μετατρέπουν σε άγχος. Το ρίσκο ως στρατηγική διαχείρισης περνάει από την κυβέρνηση και τις ασφαλιστικές εταιρείες στην προσωπική μας ζωή, στη δίαιτα, τη γυμναστική και την άσκηση μέχρι τις σεξουαλικές πρακτικές.
Η κίνηση από το ρίσκο και τον φόβο στο άγχος σημαίνει ότι δεν μπορούμε να εξορίσουμε τον θάνατο από το μυαλό μας. Το πρώτο και δυνατότερο από τα κοινά, ο θάνατος, διατηρεί την κοινωνική συνοχή. Το άγχος την καταστρέφει. Δεν έχει χρόνο ή τόπο, αν βρούμε την αιτία του τότε γίνεται φόβος. Ο φόβος είναι φίλος μας, το άγχος είναι ο εχθρός.
Παρασκευή
Τη Μεγάλη Παρασκευή έχουμε την κηδεία. Η κηδεία, ο δεύτερος συμβολικός θάνατος βάζει τέλος στον θρήνο, μας ελευθερώνει από το αντικείμενο της αγάπης μας. Το αποθέτουμε στη μνήμη, διακόπτεται το πένθος, γυρίζουμε στις καθημερινές μας δουλειές, ξεχνάμε τον τρόμο του να μην υπάρχεις. Ξέρουμε βέβαια το τέλος στο μεγαλύτερο μυθιστόρημα της ιστορίας. Όπως ξέρουμε και το δικό μας τέλος, αλλά η ιστορία μας κάνει να ξεχνάμε.
Φέτος δεν θα πάμε στον Επιτάφιο, η ζωή εν τάφω θα είναι η έγκλειστη ζωή μας. Δεν είναι κάτι σα φυλακή ή τάφο το κλείδωμα, το lockdown, που μας έχει περικλείσει; Στον 19ο αιώνα, ένας κοινός φόβος ήταν να ταφείς ζωντανός. Έτσι έβαζαν στους τάφους σωλήνες για να μπορεί ο ζωντανός νεκρός να αναπνέει ή κουδούνια για να ειδοποιήσει τους ζωντανούς. Σήμερα ο σωλήνας και το καμπανάκι μας είναι το Skype, το FB, το Ιnstagram. Αλλά ο φόβος δεν μασκαρεύεται, το άγχος δεν μειώνεται.
O μεγάλος φιλόσοφος Κίρκεγκωρ (Søren Aabye Kierkegaard), γράφει ότι το άγχος είναι αποτέλεσμα απαγόρευσης, ενός νόμου που δημιουργεί την επιθυμία παραβίασης του. Έτσι στον κήπο της Εδέμ, η απαγόρευση του φρούτου της γνώσης διδάσκει στους πρωτοπλάστους την υποχρέωση υπακοής, αλλά ταυτόχρονα την επιθυμία και την απόλαυση της παράβασης. Ο Απόστολος Παύλος επιβεβαιώνει τη σχέση νόμου και επιθυμίας στην επιστολή στους Ρωμαίους: «Τί οὖν ἐροῦμεν; ὁ νόμος ἁμαρτία; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ τὴν ἁμαρτίαν οὐκ ἔγνων εἰ μὴ διὰ νόμου· τήν τε γὰρ ἐπιθυμίαν οὐκ ᾔδειν εἰ μὴ ὁ νόμος ἔλεγεν, οὐκ ἐπιθυμήσεις» (7:7). Μόνο επειδή ο νόμος απαγορεύει το αντικείμενό του, δημιουργείται η επιθυμία και γεννιέται η ελευθερία. Η αντιφατική σχέση με τις κοινωνικές απαγορεύσεις και τον νόμο δημιουργεί το άγχος. Άγχος είναι να θέλεις ό,τι απαγορεύεται, να αμφιβάλεις τον νόμο.
Γράφει ο Μονταίν: «Πού θα μας βρει ο θάνατος είναι αβέβαιο. Ας τον ψάξουμε παντού. Η προμελέτη του θανάτου είναι η προμελέτη της ελευθερίας. Αυτός που έχει μάθει να πεθαίνει, έχει ξεμάθει να είναι δούλος. Δεν υπάρχει τίποτα κακό στη ζωή για εκείνον που καταλάβει ότι το τέλος της ζωής δεν είναι κακό: όταν γνωρίζουμε πως να πεθάνουμε, έχουμε πετάξει από πάνω μας κάθε υποταγή και περιορισμό». Παράξενη ιδέα. Είμαστε ελεύθεροι, όταν συλλογιζόμαστε και συμμεριζόμαστε τον θάνατο, όταν έχουμε αυτογνωσία αυτού που είναι το τέλος της συνείδησης και του εαυτού.
Το ακούσαμε τη Μεγάλη Πέμπτη. Η πιο ανθρώπινη σκηνή του δράματος παίζεται στον κήπο της Γεσθημανή, όταν ο Χριστός φοβισμένος, γεμάτος αγωνία γι’ αυτό που πρέπει να κάνει, στρέφεται στον Πατέρα του και αμφιβάλλει την εντολή του: «Πατέρα απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο… Θεέ μου Θεέ μου, ἱνα τί με ἐγκατέλιπες;» Ο Θεός γίνεται άνθρωπος των ανθρώπων, τίποτε πιο ανθρώπινο από την αμφιβολία, τον φόβο, την αντίρρηση. Γιατί με εγκατέλειψες, μήπως δεν είσαι στοργικός πατέρας; Γιατί είναι ο νόμος σου άδικος; Η πρωταρχική θεοδικία, η δίκη, η αθωότητα και η καταδίκη του θείου ξεκινάει στη Γεσθημανή. Αμφιβολία, φόβος, άγχος και μαζί η υπέρβαση τους. Πριν κάθε ανάσταση, πριν κάθε νίκη, αγώνες και ήττες. Σιγο-στεκόμαστε, αμφιβάλουμε τις δυνάμεις μας, αμφισβητούμε τις πίστεις μας. Θρηνούμε για τα όνειρα, για τα οράματα που μπορεί να χαθούν αν δεν επιμείνουμε στην αρχική απόφαση. Αλλά επιμένουμε με την αντοχή και την ανθεκτικότητα των αξιών και της γνώσης μας. Ο σκοπός μας κοινωνικοποιεί και να εξατομικεύει. Έτσι ξεπερνάμε τον φόβο θανάτου, γινόμαστε αθάνατοι επειδή είμαστε θνητοί. Αν ο θάνατος είναι το τέλος και η μελέτη του ελευθερία, υπέρβαση του θανάτου είναι ο συλλογικός μας σκοπός. Αρετή να αφήσουμε εμείς οι θνητοί, οι περατοί, σ ’αυτά που θα κάνουμε μαζί, τη δικιά μας πυραμίδα.