ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΥΡΙΟ: ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (3)

Ένα σχόλιο και μία δήλωση με αφορμή τις τελευταίες αποκαλύψεις για το ιστορικό της εξωτερικής μας πολιτικής στο ζήτημα του «Μακεδονικού»

Αθήνα, Πειραιάς

02/07/2019

Τις τελευταίες μέρες έχουν διαρρεύσει στα ΜΜΕ διάφορες επιστολές που έστειλε το 2005 η κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή με θέμα το όνομα της ΠΓΔΜ προς τον Αμερικανό Πρόεδρο (Τζόρτζ Μπους) και Ευρωπαίους πρωθυπουργούς (Γκ. Σρέντερ, Χ. Θαπατέρο, Γ. Κλ. Γιούνκερ). Τι λένε οι επιστολές αυτές; Πρώτον ότι η κυβέρνηση της ΝΔ επί Κώστα Καραμανλή  θεωρούσε ως βάση «επίλυσης» του ζητήματος — και όχι ως βάση διαπραγμάτευσης όπως ήθελε να μας πείσει ο κ. Κουμουτσάκος — την ονομασία «Makedonija-Skopje» (Μακεδονία-Σκόπια).  Με βάση δηλαδή τη χειρότερη ονομασία από όσες έχουν πέσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μέχρι σήμερα. Δεύτερον, οι επιστολές ξεκαθαρίζουν ότι η ονομασία αυτή θα αφορούσε το εξωτερικό, δεν θα ήταν δηλαδή erga omnes. Στο εσωτερικό της, η ΠΓΔΜ θα συνέχιζε να χρησιμοποιεί το συνταγματικό της όνομα, Republika Makedonija (Δημοκρατία της Μακεδονίας). Είναι δύσκολο να βρει κανείς πιο ρητή διατύπωση της υποχώρησης της διαπραγματευτικής θέσης της Ελλάδας από τις επιστολές αυτές. Αντιγράφω: «το συνταγματικό όνομα Δημοκρατία της Μακεδονίας, θα συνεχίσει να χρησιμοποιείται στο εσωτερικό της ΠΓΔΜ, κάτι το οποίο σημαίνει ότι δεν απαιτείται καμιά συνταγματική αλλαγή (…)». Και φυσικά ούτε κουβέντα για αλυτρωτισμό, ιθαγένεια και την ονομασία της γλώσσας.

Αναρωτιέμαι αν μπορεί να βρει κάνεις καλύτερη επιβεβαίωση του πόσα πετύχαμε με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Αναρωτιέμαι επίσης αν μπορεί να υπάρξει καλύτερη απόδειξη της διπλής γλώσσας της ΝΔ, και του πώς παίζει πολιτικά παιχνίδια σε βάρος τόσο ευαίσθητων εθνικά θεμάτων. Είναι το ίδιο κόμμα που έχει το θράσος να κατηγορεί την Αριστερά και την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για εθνική μειοδοσία. Να κατηγορεί μια κυβέρνηση που κατάφερε μια συμφωνία την οποία οι σημαντικότεροι διεθνολόγοι επαινούν, όταν δεν την θεωρούν τεράστια νίκη της ελληνικής διπλωματίας. Για πολλοστή φορά η Νέα Δημοκρατία δεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων.

 Η διεθνής θέση της Ελλάδας

Αν υπάρχει ένας τομέας όπου η Ελλάδα του 2015 δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα του 2019 είναι η διεθνής θέση της χώρας. Από τις γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο και το «αποπαίδι» των διεθνών δανειστών, η Ελλάδα έφθασε να είναι κύριος συνομιλητής και διαμορφωτής των εξελίξεων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και γενικότερα στην Ευρώπη. Η γεω-στρατηγική αναβάθμιση της χώρας (και της Κύπρου) αγγίζει μάλιστα βαθμό που λίγα χρόνια πριν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ουτοπικός. Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη της γεωπολιτικής αυτής αναβάθμισης της χώρας από την πρόσφατη αντίδραση Αμερικανών και Ευρωπαίων – για πρώτη φορά με τέτοιο τρόπο — απέναντι στην Τουρκία.

Η αναβάθμιση αυτή δεν είναι τυχαία. Ήταν αποτέλεσμα μιας ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία βασίστηκε σε σειρά σοβαρών πρωτοβουλιών και όχι σε εφήμερες «κουμπαριές» με κράτη και ηγέτες. Η πολιτική αυτή —αποτέλεσμα συνεργασίας του Υπουργείου Εξωτερικών, του Γραφείου του Πρωθυπουργού και της Βουλής των Ελλήνων, και ιδιαίτερα της επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων στην οποία ήμουν Πρόεδρος — είχε τρεις άξονες: α) μια πολύπλευρη στρατηγική τριμερών ή τετραμερών συμμαχιών, β) τη βελτίωση των διακρατικών μας σχέσεων και γ) το «δέσιμο» όλων αυτών των πρωτοβουλιών μέσω υλικών/επενδυτικών συμφωνιών.

Για να γίνω πιο συγκριμένος, ο πρώτος άξονας της νέας ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν μια πολύπλευρη στρατηγική συμμαχιών, η οποία συνήθως έπαιρνε τη μορφή ευέλικτων σχημάτων. Χαρακτηριστικές ως προς αυτό, ήταν οι κινήσεις, σε συνεργασία με την Κύπρο, για την ενδυνάμωση των τριμερών συμφωνιών με το Ισραήλ και την Αίγυπτο (ή τετραμερών αν όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν) και η δημιουργία νέων με άλλες χώρες της περιοχής, όπως η Ιορδανία.

Δεύτερος άξονας και εξίσου σημαντικός ήταν η βελτίωση των σχέσεων και η σύναψη διακρατικών συμφωνιών με κράτη της Ανατολικής Μεσογείου, και ιδιαίτερα των Βαλκανίων. Το κλειδί εδώ ήταν ότι η Ελλάδα δεν εμφανίστηκε απόμακρη και αλαζονική – με βάση το σύνηθες παλαιότερα σύνδρομο του «πληγωμένου μεγαλείου» – αλλά ως ένας σοβαρός και ο πλέον ισχυρός παίκτης στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσόγειου που ήταν και παραμένει υπό βρασμό. Είναι σε όλους γνωστή η θερμή υποδοχή που έτυχαν οι συνδιασκέψεις για τη βαλκανική συνεργασία και ανάπτυξη, με όλα τα κράτη της περιοχής. Καταλυτική σε αυτό το πεδίο ήταν φυσικά η Συμφωνία των Πρεσπών (πιο πολλά παρακάτω).

Τρίτος, και μάλλον κάπως υποτιμημένος στον δημόσιο διάλογο άξονας, είναι ο  συνδυασμός των συμφωνιών αυτών με δράσεις και πρωτοβουλίες που πάνε πέραν της διπλωματίας με την στενή έννοια. Εδώ έγκειται μια πολύ σημαντική κατανόηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής: ότι οι σχέσεις μεταξύ χωρών, όσο καλές και αν είναι στερεοποιούνται και αποκτούν μια μακρά διάσταση όταν παίρνουν κάποιου είδους υλική μορφή. Απόρροια αυτού ήταν η προώθηση των σχεδίων για την κατασκευή αγωγών φυσικού αερίου (Eastmed, ΤΑΡ και IGB, πλωτοί σταθμοί σε Αλεξανδρούπολη και Ρεβυθούσα) με στόχο τη μεταφορά αερίου από τη Μέση Ανατολή στην Ευρώπη και από την Ανατολική Μεσόγειο στις ενεργειακά διψασμένες αγορές της Δυτικής Ευρώπης. Παράλληλα η ηλεκτρική διασύνδεση, που σχεδιάζεται, θα βγάλει τη Κρήτη από την ηλεκτρική απομόνωση, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την ασφάλεια εφοδιασμού Ελλάδας αλλά και Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Με άλλα λόγια, η αναβάθμιση της Ελλάδας σε διπλωματικό επίπεδο απέκτησε μια «υλική» διάσταση, που την αναδεικνύει σε περιφερειακό ενεργειακό κόμβο, ένα προνομιακό hub στην ευρύτερη περιοχή. Τη διάσταση αυτή της υλικότητας της εξωτερικής μας πολιτικής τη διαπιστώνει κανείς στην πρόβλεψη της Συμφωνίας των Πρεσπών για τη διασφάλιση της άμυνας του εναέριου χώρου της Βόρειας Μακεδονίας από την ελληνική Π.Α., αντί της τουρκικής, αλλά και για την ανάπτυξη κοινών επενδυτικών σχεδίων με τη γείτονα χώρα.

Λίγα λόγια για τη Συμφωνία των Πρεσπών, μια ιστορική συμφωνία που βάζει τέλος σε μια διεθνή διαμάχη που κακοφορμίζει εδώ και είκοσι πέντε χρόνια. Η συμφωνία ενέχει ένα γενικότερο δίδαγμα: δείχνει πως ο μόνος τρόπος για να λύσεις μια σημαντική διεθνή διένεξη είναι ο σεβασμός στην αξιοπρέπεια και την ταυτότητα του άλλου.

Όταν άρχισαν οι διαπραγματεύσεις, η κάθε πλευρά έπρεπε να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες της άλλης. Για την Ελλάδα ήταν ο γεωγραφικός προσδιορισμός στο σύνθετο νέο όνομα (Βόρεια Μακεδονία), η εφαρμογή του erga omnes για κάθε χρήση εσωτερικά και διεθνώς, καθώς και η αξίωση να τροποποιηθεί το σύνταγμα της ΠΓΔΜ ανάλογα. Για την «Βόρεια Μακεδονία» κομβικής σημασίας ήταν η αποδοχή της ύπαρξης της μακεδονικής γλώσσας ως μέρος της σλαβικής οικογένειας γλωσσών (γεγονός που αναγνωριζόταν εδώ και χρόνια από τον ΟΗΕ και την Ελλάδα), ο ορισμός της ιθαγένειας ως Μακεδόνες/πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας και κυρίως η έναρξη ενταξιακών συνομιλιών με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Βάζοντας επί τάπητος όλα αυτά τα δυσεπίλυτα προβλήματα, η συμφωνία έλυσε ένα ζήτημα αμφισβητούμενης πολιτικής ταυτότητας, ένα πρόβλημα κοινό σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Για το λόγο αυτό και τον τρόπο που έλυσε τις διαφορές αυτές, η Συμφωνία δημιούργησε ένα πρότυπο για το πώς μπορούν οι διεθνείς σχέσεις να διευθετούν ζητήματα, όπου υπάρχουν έντονες ιστορικές αντιπαραθέσεις.

Τα οφέλη της Συμφωνίας για την Ελλάδα είναι πολλά. Μας έδωσε πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο. Ενίσχυσε ακόμα περισσότερο το ρόλο μας στην περιοχή και μάλιστα με όρους ηγεμονικούς. Ανέδειξε ακόμα περισσότερο τη σημασία της Ελλάδας ως μεταφορικού κόμβου μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Τέλος, έδωσε ένα ισχυρό μάθημα κατά της μισαλλοδοξίας, σε μια στιγμή μάλιστα που η Ευρώπη βάλλεται από την άνοδο του ακροδεξιού εθνικισμού και ρατσισμού, σε μια στιγμή που τα μηνύματα μίσους πολλαπλασιάζονται.

Σε αυτό το πλαίσιο η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ ήταν σοβαρή, μετρημένη, ηγεμονική. Χωρίς εθνικιστικές κορώνες που όπως πάντα στην ιστορία μας, τελικά ζημιώνουν τη χώρα, προώθησε τις ευρωπαϊκές αξίες και ιδέες —σώζοντας έτσι λίγη από την τιμή της Ευρώπης — και μαζί τα συμφέροντα της χώρας. Για να το ξαναπούμε η Ελλάδα του 2019 δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα του 2015.