«ΑΝΤΙ-ΔΩΡΟ» στο δώρο των φίλων που μίλησαν για το βιβλίο μου «Από την Έδρα στα Έδρανα»

Στις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80, η Θάτσερ συμμετείχε τακτικά στις συνεδριάσεις του Conservative Philosophy Group και στα σεμινάρια του Institute of Economic Affairs. Εκεί γνώρισε τις φιλελεύθερες θεωρίες του Χάγιεκ, του Μίζες και του Φρίντμαν, τις οποίες αργότερα εφάρμοσε. Ο Τζον Γκρέι, ένας εκ των οργανωτών, περιγράφει το κλίμα στις συνεδριάσεις: «Υπήρχε μια σχεδόν Μπολσεβίκικη αίσθηση του επείγοντος … πιστεύαμε ότι, μάλλον από τύχη, είχαμε την ευκαιρία να πετύχουμε μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας της κυβέρνησης και της κοινωνίας».

Θα είχε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ καλύτερες επιδόσεις, αν πριν την εκλογή και στη διάρκεια της θητείας της τα στελέχη συμμετείχαν σε εβδομαδιαίο σεμινάριο αριστερής θεωρίας; Είμαστε υποχρεωμένοι να ανοίξουμε το μαρξιστικό και μετα-μαρξιστικό θεωρητικό μας αρχείο στην προσπάθεια να αποτιμήσουμε την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
H συζήτηση για τα αίτια της ήττας είναι απαραίτητη, αναπόδραστο κομμάτι του θρήνου. Για να την ξεπεράσουμε πρέπει να πενθήσουμε, να ρωτήσουμε εαυτόν και άλλους «γιατί» να βρούμε λόγους καταπραϋντικούς και απαλλακτικούς για την απώλεια του αγαπημένου, μιας αξίας ή, εν προκειμένω, των εκλογών. Θέλουμε να ακούσουμε και να ακουστούμε. Αλλά αν δεν τελειώσει αυτή η διαδικασία σύντομα, τότε μπορεί να γίνει μια μόνιμη αριστερή μελαγχολία που αδρανοποιεί, σε κάνει παθητικό και αδιάφορο. Όσα περισσότερα λέγονται, όσοι λόγοι αποτυχίας, τόσο δυσκολότερο γίνεται το εγχείρημα δημιουργίας ενός συνολικού αφηγήματος. Η πλήρης εξερεύνηση της ήττας και των αιτίων της θα είναι δουλειά μελετητών στο μέλλον, όταν θα έχει καταλαγιάσει ο κουρνός. Σήμερα η συνέχιση της κριτικής και αυτοκριτικής μπορεί να παίζει τον ρόλο εκδραμάτισης, ψυχικής αποσυμπίεσης, απαραίτητη για την ολοκλήρωση του πένθους και την επιστροφή στη νευρωτική κανονικότητα. Αλλά δεν βοηθάει τη συζήτηση για το μέλλον της Αριστεράς και του κόμματος.

Η μεγάλη σημασία του εξαιρετικού βιβλίου «Εντός παρενθέσεως» του Αριστείδη Μπαλτά έγκειται στο ότι ο Αριστείδης είναι όσο εντός όσο γίνεται, στην καρδιά της παρένθεσης. Το βιβλίο αποτελεί μια θεωρητική καταγραφή της δημιουργίας, ανόδου, νίκης και εν τέλει μερικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ από τα μέσα, από έναν εκ των πρωταγωνιστών. Η ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ είναι κεφάλαιο των απομνημονευμάτων του Μπαλτά. Γι’ αυτό μπορεί να πει σε συνέντευξη του ότι «δεν αλλοιώθηκαν οι ιδέες μας. Φύγαμε από τη θεωρία και πήγαμε στην πράξη».

Αλλά πώς έγινε αυτή η μετάβαση; Διαλεκτικά, όπου η θεωρία ενσωματώνεται και καθοδηγεί την πράξη, οδηγώντας σε διαρκή αλληλεπίδραση; Ή με την έννοια της διαζευκτικής σύνθεσης, όπου οι ιδέες δεν αλλοιώνονται, αλλά θεωρία και πράξη παραμένουν δύο διαφορετικά πεδία, δύο δράσεις παράλληλες και ελάχιστα συνδυασμένες; H εμπειρία μόνη της δεν βοηθάει, οδηγεί στον αγγλικό εμπειρισμό ή τον γαλλικό βολονταρισμό. Η εμπειρία μας δίνει την δυνατότητα να γενικεύσουμε, να βγάλουμε αρχές και κανονιστικές κατευθύνσεις για το μέλλον. Η εμπειρία της πρώτης φοράς Αριστερά είναι ανεκτίμητη όταν γίνει μια σειρά καθολικεύσιμων εννοιών. Αλλά και η θεωρία εξελίσσεται μέσα από την συνάντηση της με την εμπειρία. Έτσι μόνο θα κλείσει η απαραίτητη περίοδος πένθους για την ήττα. Όταν έχοντας συμβιβαστεί οριστικά με την ήττα – η απώλεια βέβαια παραμένει πάντα μέσα μας ως μια παρουσία της απουσίας – θα ξεκινήσουμε τη νέα πορεία με τη γνώση του πριν και την προσδοκία του μετά.
Εγώ είμαι μάλλον ένας φιλοσοφικός εθνογράφος της κυβερνητικής θητείας, μόνο για τη Βουλή μπορώ να μιλήσω ως observer participant συμμετέχων παρατηρητής. Η εθνογραφική μου παρατήρηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «το όνομα της Αριστεράς που καλείται να κυβερνήσει σε μια θάλασσα νεοφιλευθερισμού είναι η συνεχής και πολύμορφη αντίφαση». Πρέπει να εξετάσουμε την εμπειρία λοιπόν μέσα από την οπτική της αντίφαση και τη διαλεκτική της υπέρβαση.
Ένα αξίωμα λοιπόν και τρεις θεωρητικές θέσεις.

Αντίφαση είναι το όνομα της Αριστεράς
Η βασική αντίφαση: όταν ένα ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα αναλαμβάνει τη διοίκηση του κράτους, συναντά έναν εχθρικό θεσμό που έχει οργανωθεί για να ανακόψει την ανοδική του πορεία και να ματαιώσει τα σχέδιά του. Η βασική αντίφαση πήρε σε μας την συμπληρωματική μορφή μνημονιακού νεοφιλελευθερισμού/Αριστεράς.

Το τρίτο μνημόνιο ήταν ταυτόχρονα αιτία και αποτέλεσμα, μια επώδυνη εφαρμογή της εγγενούς και ανεπίλυτης έντασης μεταξύ κεφαλαίου και κράτους από την μια, εργαζομένων και Αριστεράς από την άλλη, μια ειδική περίπτωση της γενικότερης αντίφασης. Η ένταση και οι αντιφάσεις επεκτάθηκαν σχεδόν νομοτελειακά στις σχέσεις μεταξύ κυβέρνησης και κόμματος και μεταξύ κόμματος και κυβέρνησης από τη μία πλευρά και κοινωνικών κινημάτων από την άλλη.

Για τη διαλεκτική βέβαια η αντίφαση δεν είναι αναγκαστικά παράγοντας ακινητοποίησης, ούτε οδηγεί σε αδράνεια. Αντίθετα, επιτρέπει σε έναν ζωντανό οργανισμό να ανανεώνεται. Οι αντιφάσεις αποτελούν εκδηλώσεις των αξεπέραστων κοινωνικών συγκρούσεων. Αλλά η υπέρβαση της αντίθεσης δεν γίνεται με την φιλελεύθερη αντιπαράθεση καθολικού και μερικού. Αντίθετα το καθολικό, οι αξίες και αρχές, αναδύονται όταν η πολιτική παρεμβαίνει στο συγκεκριμένο και το μερικό και το διαχωρίζει – η ζωή έχει μόνο μερικότητες και συγκεκριμένα φαινόμενα. Ο πολιτικός διαχωρισμός ανυψώνει ένα κομμάτι του μερικού στην καθολικότητα και απορρίπτει, εγκαταλείπει, το άλλο.

1. Δημοκρατικός δρόμος, οδός Πουλαντζά.

Η Αριστερά οφείλει να είναι μέσα και ενάντια στο κράτος, πρέπει να το διεκδικεί αλλά και να ενεργεί ενάντια στους θεσμικούς περιορισμούς του. Ο δημοκρατικός δρόμος αποτελείται από δύο παράλληλες πορείες που σύντομα συναρθρώνονται, πολιτική και κινηματική, κόμμα και δρόμος.

Η πρώτη, πολιτική και κοινοβουλευτική, επιδιώκει σημαντικές νίκες στο τυπικό πολιτικό και κοινοβουλευτικό παιχνίδι. Για να πετύχει η κίνηση αυτή, προϋποθέτει την αποφασιστική υποστήριξη ενός μαζικού κινήματος βασισμένου σε πλατιές λαϊκές συμμαχίες. Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ δομήθηκε στη βάση του κινηματικού ακτιβισμού και των μεγαλύτερων και συνεχών αντιστάσεων κατά της λιτότητας στην Ευρώπη των μνημονίων. Οι εκλογές καταπραΰνουν τον δρόμο και στέλνουν το πλήθος σπίτι του. Εδώ βρίσκεται μια σημαντική αβλεψία της κυβέρνησης. Μόνο ένα πλατύ λαϊκό κίνημα αποτελεί εγγύηση και άμυνα απέναντι στην αναμενόμενη αντίδραση του αντιπάλου και την ρουτινοποίηση της κυβέρνησης. Η κατανόηση αυτής της θέσης θα είχε βοηθήσει πιθανόν την κυβέρνηση, που φάνηκε να μην έχει πλήρη εκτίμηση της σημασίας και του μεγέθους της πρόκλησης που αντιμετώπιζε.

Όπως μας δίδαξε ο Πουλαντζάς, το κράτος δεν αποτελεί μια οντότητα ή εργαλείο, αλλά «όπως το ‘κεφάλαιο’ είναι ένας συσχετισμός δυνάμεων ή, ακριβέστερα, η υλική και ειδική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις και μερίδες τάξεων». Ως τέτοιο, το κράτος οργανώνει την ενότητα του κυρίαρχου μπλοκ και υπηρετεί τη συνολική νομιμοποίηση της κοινωνικής τάξης διαχειριζόμενο τη λαϊκή συναίνεση.
Η πάλη των τάξεων βρίσκεται μέσα στο κράτος μια και οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι ταξικά προσδιορισμένοι. Οι ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί βρίσκονται στην πλευρά της αστικής τάξης, ένας μεγάλος αριθμός των δημόσιων υπαλλήλων ανήκουν στην μικροαστική τάξη και επηρεάζονται από τους λαϊκούς αγώνες. Αποστασιοποιούνται από την κεντρική κρατική άποψη οδηγώντας σε ρωγμές, ρήξεις και διχασμούς στο προσωπικό και τους μηχανισμούς του κράτους. Έτσι αναδύονται στο κράτος «κέντρα αντίστασης» και εκδηλώνονται σε θεσμικές αποφάσεις που προωθούν τα συμφέροντα των εργαζομένων, χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τη συνολική ισορροπία δυνάμεων.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να μην ακολουθήσει τη πρακτική της αντικατάστασης μεγάλης μερίδας των ανωτέρων δημοσίων υπαλλήλων με φιλικά διακείμενους ή ουδέτερους. Ο αριθμός των πολιτικών συμβούλων μειώθηκε ριζικά και καλλιεργήθηκε ένα κλίμα εμπιστοσύνης προς το υπάρχον προσωπικό. Δεν έπρεπε να αποτελεί έκπληξη ότι η δημόσια διοίκηση δεν ήταν θετικά διακείμενη προς την αριστερή κυβέρνηση ούτε ανταπέδωσε την κίνηση καλής θέλησης.

Έτσι ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί αλλά και υπάλληλοι κατώτερων βαθμίδων, συνηθισμένοι στην αδράνεια, την καθυστέρηση και την ελάχιστη προσπάθεια, κρατούσαν τους υπουργούς σε κατάσταση ομηρίας. Πολλοί διηγούνται ιστορίες ανημπόριας και ματαίωσης. Κάποιοι δεν έδιναν τα απαραίτητα στοιχεία για τον σχεδιασμό πολιτικών. Άλλες απέτυχαν λόγω της απροθυμίας ανωτέρων κρατικών λειτουργών να τις υλοποιήσουν. Ανώνυμες ενημερώσεις και διαρροές ειδοποιούν τον Τύπο για τον σχεδιασμό κάποιας νέας ριζοσπαστικής πολιτικής. Όπως λεει ο Δημήτρης Τζανακόπουλος σε συνέντευξη του, «οι εντολές [της πολιτικής ηγεσίας] φιλτράρονταν, αποσιωπούνταν ή ακόμη και ακυρώνονταν από μια αυτονομημένη δημόσια διοίκηση, που δίνει τον δικό της ρυθμό και το δικό της στίγμα στο σύγχρονο καπιταλιστικό κράτος … Υπάρχουν πολλά ακόμη παραδείγματα και εμπειρίες από τις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς και την καθημερινή διακυβέρνηση».

2. Διαφορά εξουσίας κυβέρνησης

Η νίκη δημιούργησε σε πολλούς την εντύπωση μονιμότητας. Πίστεψαν ότι η Αριστερά έχει ανακαλύψει τον βασιλικό δρόμο στην εξουσία, ότι η κυβέρνηση είναι συνώνυμη με την εξουσία.
Αλλά η εξουσία δεν είναι ένα «πράγμα», κάτι που είτε το έχεις είτε όχι. Η εξουσία βρίσκεται σε σχέσεις, αναδύεται από τον συσχετισμό δυνάμεων. Είναι ριζωματική και δικτυωμένη, λειτουργεί παντού στις προσωπικές, τις οικονομικές και τις πολιτικές σχέσεων, στην οικογένεια, το κόμμα, την κοινωνία. Το καπιταλιστικό «σύστημα» είναι αποτέλεσμα της σύμπλευσης και διαπλοκής δικτύων οικονομικής, πολιτικής, ιδεολογικής και μιντιακής εξουσίας. Όλα μαζί και το καθένα χώρια ήξεραν τι να κάνουν στον χώρο επιρροής τους για να εγκλωβίσουν την κυβέρνηση και το έκαναν από την αρχή. Η κυβέρνηση βέβαια επηρεάζει τις σχέσεις εξουσίας στο κράτος και στην κοινωνία, αλλά σταδιακά και μερικά. Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να αποσκοπούν συνεχώς στη συνεχή μεταφορά πόρων από το κεφάλαιο στην εργασία και ισχύος από το κράτος στους πολίτες. Η αριστερή στρατηγική αποβλέπει σε συνεχή ριζοσπαστικά κύματα μετάλλαξης της ταξικής ισορροπίας.
Η μη κατανόηση της σημασίας της διαφοράς μεταξύ κράτους και εξουσίας αλλά και της αλληλεπίδρασης τους οδήγησε σε δύο συμμετρικά αντίθετα λάθη. Για πολλούς που πίστευαν ότι τα δύο διαχωρίζονται απόλυτα βασικός στόχος ήταν να εκσυγχρονίσουμε το κράτος, να διαχειριστούμε το υπάρχον, να είμαστε καλύτεροι στην διακυβέρνηση. Η μεταρρυθμίσεις των αστοχιών του κράτους, η προώθηση της κρατικής ουδετερότητας και της χρηστής διοίκησης είναι συστατικά της αριστερής διακυβέρνησης και προϋποθέσεις της μελλοντικής αλλαγής. Αλλά αν δεν συνοδευτούν από την αριστερή στρατηγική συνέπεια, αν δεν επιδιωχτεί η αλλαγή του συσχετισμού στα άλλα δίκτυα της εξουσίας, αυτά συνεχίζουν απρόσκοπτα την λειτουργία τους, ενώ πιθανή κατάληξη της κυβέρνησης είναι η ενσωμάτωση, η αφομοίωση από το συνολικό σύστημα εξουσίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ γίνεται το νέο σκέλος του παλιού δικομματισμού.
Η αντίθετη άποψη, ότι τα δυο ταυτίζονται, οδήγησε στον νομικό φετιχισμό και την αλαζονεία της εξουσίας: αρκεί να υιοθετήσουμε σωστές πολιτικές, αρκεί να αλλάξουμε το νομικό πλαίσιο και μετά η υλοποίηση τους και η κοινωνική αλλαγή θα ακολουθήσουν αυτόματα. Πόσες νομοθετικές πρωτοβουλίες πνίγηκαν στην κοινωνική άγνοια και σιωπή, ουδέποτε υλοποιήθηκαν. Εδώ η υπερβολική πίστη στην δύναμη μας οδηγεί στην ελάχιστη επιτυχία των δράσεων μας.

3. Ιδεολογική ηγεμονία

Πρώτη ανάγκη σήμερα είναι να αντιστοιχίσουμε τις εκλογικές επιτυχίες με την (απούσα) ιδεολογική ηγεμονία. Υπήρξε χάσμα μεταξύ εκλογικών αποδόσεων και ιδεολογικής αποδοχής. Η ηγεμόνευση του κοινού νου, η αποδοχή ενός κυρίαρχου αφηγήματος αποτελεί κεντρικό πεδίο σύγκρουσης κάθε κοινωνίας. Η Αριστερά κυβέρνησε μια κοινωνία, η φαντασιακή τάξη της οποίας είναι ριζικά αντίθετη με τις πίστεις της. Αλλά γιατί «φαντασιακή τάξη» αντί για ιδεολογία; Γιατί είναι ένας γενικότερος, περιεκτικότερος τρόπος κατανόησης της κοινωνίας και γιατί περιλαμβάνει μέσα του και το κοινωνικό αλλά και το ατομικό συστατικό της ηγεμονίας.

Η φαντασιακή τάξη έχει στοιχεία περιγραφικά, ιδεολογικά και κανονιστικά. Τα πρώτα περιλαμβάνουν γεγονότα και πεποιθήσεις που δέχονται απόδειξη ή ανταπόδειξη, επιβεβαιώνονται ή διαψεύδονται. Έχουμε φαινόμενο του θερμοκηπίου; Είναι η κρατική συμμετοχή στις συντάξεις το 13% η το 9% του ΑΕΠ; Fake truths. Η αλήθεια ως κριτήριο.
Δεύτερον, έχουμε στοιχεία ιδεολογικά. Μικρότερη φορολογία των πλουσίων ή καλύτερα σχολεία και νοσοκομεία; Είναι πιο σημαντική η ανάπτυξη ή η προστασία του περιβάλλοντος;. Εδώ κριτήριο επιτυχίας αποτελεί η πολιτική πράξη.
Τέλος, κανονιστικές αρχές, αξίες και αρετές: η ισότητα, η δημοκρατία και η αλληλεγγύη αλλά και η ευθύνη, η αγάπη, η πίστη, η γενναιοδωρία. Αξίες που αποτελούν χώρους μάχης, μιας αξιακής πάλης τάξεων και ιδεών για την ηγεμόνευση της καθολικότητας τους. Τρεις συνιστώσες λοιπόν με πολλά στοιχεία και εκδοχές καθεμία και άπειρους τους πιθανούς συνδυασμούς, συνθέσεις και αντιπαραθέσεις.

Σε κάθε εποχή ένας συνδυασμός τέτοιων στοιχείων γίνεται κοινή λογική, «κοινή γνώμη», αυτά που πιστεύει ο φανταστικός «μέσος άνθρωπος». Στο κέντρο του βρίσκεται ένας σκληρός πυρήνας από γεγονότα, ιδέες και πίστεις με ασαφή και πορώδη όρια που επιτρέπουν να προσθέτουμε τις δικές μας διαφοροποιήσεις και προτιμήσεις.
Ο μεγαλύτερος αγώνας λοιπόν, γίνεται για την ηγεμόνευση της φαντασιακής τάξης και της κοινής λογικής, με τα ιδεολογικά της στοιχεία. Οι Δεξιοί ενδιαφέρονταν πάντα για την διαμόρφωση της κοινής γνώμης και την καλλιέργεια της «σιωπηρής πλειοψηφίας» και η κοινωνική οργάνωση τους βοηθούσε. Εμείς είχαμε παραμελήσει τη συνεισφορά της ιδεολογίας, τη στενή της σύνδεση με την ψυχική οικονομία. Η αριστερή ιδεολογία πρέπει να αρχίσει να απευθύνεται και στο μυαλό και στο συναίσθημα, να μιλάει για την κοινωνική θρησκευτικότητα και τον λαϊκό πατριωτισμό, για τη δημοκρατία ως μορφή ζωής. Χρειαζόμαστε λοιπόν τον εκδημοκρατισμό της οικονομίας και μια πολιτισμική και ιδεολογική επανάσταση.

Διαφορετικά θα μείνουμε στην μιζέρια του χάσματος μεταξύ προσωρινών εκλογικών επιτυχιών και μόνιμης ιδεολογικής απαξίωσης.