Πολιτισμός και νέος κοινοτισμός

Πολιτισμός και νέος κοινοτισμός

Χρησιμοποιούμε τη γλώσσα και την τέχνη για να μεταδώσουμε γνώση, να εμπνεύσουμε τη φαντασία και να συμβάλουμε στον αγώνα για ένα διαφορετικό υλικό και πνευματικό ευ ζην. Η παράδοση συναντά την ουτοπία, η τέχνη την επικοινωνία, η καθημερινότητα την ελπίδα του κοινωνικού μετασχηματισμού. Ετσι η πόλη γίνεται ο χώρος όπου γιατρεύονται τα τραύματα της κυβερνητικής εξουσίας.

Στις λατινογενείς γλώσσες υπάρχουν δύο λέξεις για τον πολιτισμό: civilisation και culture. Η ρομαντική culture αποτελείται από τις κοινές αξίες, νοήματα και σύμβολα ενός λαού. Εκφράζει την παράδοση και το πνεύμα, τον συνολικό, υλικό, νοητικό και πνευματικό τρόπο ζωής ενός λαού ή κοινότητας, ό,τι τον κάνει μοναδικό. Οι «πολιτισμικοί πόλεμοι» (culture wars) που ταλαιπωρούν τις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη και εισάγονται πρόσφατα και σε μας αποτελούν συγκρούσεις γύρω από θέματα θεμελιακών αξιών και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Συχνά το επίδικό τους είναι το τέλος των διακρίσεων και η αναγνώριση της διαφορετικότητας κοινωνικών ομάδων και ατόμων που έχουν ριζικά διαφορετικές αντιλήψεις για τις αξίες και την ταυτότητά τους από αυτές της πλειοψηφίας. O πολιτισμός ως civilisation αναφέρεται σε αξίες, έργα και πρακτικές που δεν αντανακλούν τις ιδιαιτερότητες, αλλά την ομοιότητα λαών και κοινοτήτων.

Ο Μπετόβεν ή ο Σέξπιρ ανήκουν στη γερμανική ή την αγγλική culture, αλλά συνιστούν ταυτόχρονα μέρη του παγκόσμιου civilisation. Ο αστικός κόσμος έχει πολιτισμό, ο λαός έχει κουλτούρα. Το τραγούδι «Εγώ δεν πάω Μέγαρο θα μείνω με τον παίδαρο» εκφράζει αυτή τη διάκριση. Ο «κουλτουριάρης» είναι κάποιος που ενώ ανήκει στον λαό τον περιφρονεί προσποιούμενος υπεροπτικά ότι γνωρίζει τα μυστικά του πολιτισμού. Αλλά η αυστηρή διάκριση μεταξύ πολιτισμού και κουλτούρας ή «υψηλού» και «χαμηλού» πολιτισμού σταδιακά μας εγκαταλείπει.

Ο Σολωμός και τα κόμικς, ο Λεξ και ο Ξενάκης, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας και το γκράφιτι, το βίντεο-αρτ, ο Αγγελόπουλος, ο Γκοντάρ και ο Αλμοδόβαρ αλληλο-επικαλύπτονται και αλληλλο-αντιγράφονται σε παλαιοπωλεία και πινακοθήκες, σινεμά και κρεβατοκάμαρες, Μέγαρα και tablets. Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε τον πολιτισμό από την ιδεολογία και την επικοινωνία, από τις δικτυώσεις και τα κοινωνικά μέσα. Χρησιμοποιούμε ακόμη το σημαίνον «πολιτισμός», αλλά έχουμε αλλάξει το σημαινόμενο. Ο «πολιτισμός» αναφέρεται στη συμβολική αναπαράσταση, τη νοηματοδότηση, το mise-en-scène μιας κοινωνίας. Δίνει μορφή και φιγούρα σε ιδέες και αρχές, νομοθετεί και σκηνοθετεί, συγκεντρώνει και φανερώνει τη σχέση με τον εαυτό και τους άλλους.

Οπως λέει ο Κλοντ Λεφόρ, η ανθρωπότητα ανοίγεται σ’ ένα ξέφωτο που δεν δημιούργησε η ίδια, υπάρχει μια «φόδρα» που κρατάει συνεκτικό τον κόσμο. Είμαστε ριγμένοι στη συμβολική τάξη του τόπου και χρόνου μας και ταυτόχρονα τη δημιουργούμε. Ο πολιτισμός ανοίγει τον κόσμο και μας εισάγει. Αποτελεί τη βιωμένη μας πραγματικότητα, τις αξίες και ικανότητες των ανθρώπων που αναδύονται σε κοινότητες. Εμείς με τη σειρά μας τον ξαναφτιάχνουμε με τη δύναμη του φαντασιακού. Οι ανθρώπινες σχέσεις, η παρέα και η γειτονιά, τα βιβλία, οι πίνακες και τα τραγούδια αποτελούν την είσοδο στον πολιτισμό και τη συμμετοχή μας στην εξέλιξή του.

Πολιτιστική δημοκρατία

Αλλά ο ανοιχτός πολιτισμός δέχεται μεγάλη επίθεση από την εμπορευματοποίηση, τον εκχυδαϊσμό της διασκέδασης, τη μιζέρια της υποβαθμισμένης τηλεόρασης. Αυτή την πολιτισμική έρημο θέλει να αλλάξει ο «νέος κοινοτισμός» για τον οποίο έγραφα πρόσφατα (https://www.efsyn.gr/themata/politika-kai-filosofika-epikaira/406344_o-neos-koinotismos-ston-peiraia). Θεμελιώδης αρχή του δημοτισμού είναι η συμμετοχική διοίκηση εσωτερικά και στα θεσμικά όργανα. Με ανοιχτές συνελεύσεις, συλλογική ενημέρωση και διαβούλευση, οριζόντια και συμμετοχική λήψη αποφάσεων από τους πολίτες και με συλλογική ηγεσία υπερασπιζόμαστε τα κοινά αγαθά. Αυτές οι αρχές εφαρμόζονται και στον πολιτισμό.

Οπως έγραφα στο προηγούμενο, όλες οι επιμέρους πολιτικές και δράσεις οδηγούν προς τον ορίζοντα της «πολιτιστικής δημοκρατίας»: συλλογικές δράσεις που περνούν από την πολιτιστική μιζέρια σε πολιτιστική αναγέννηση. Οι βασικές αρχές της είναι η «θηλυκοποίηση» της πολιτικής και η οικολογική ταυτότητα. Η θηλυκοποίηση αποσκοπεί να αντικαταστήσει τα αντρικά πρότυπα πολιτικής, τον ανταγωνισμό, την ιεραρχία, τις βεβαιότητες και την υπερβολική προσωπική φιλοδοξία με την έμφαση στα κοινά, τις σχέσεις, το συναίσθημα και την ενσυναίσθηση, την αποδοχή της διαφορετικότητας.

Η οικολογική ταυτότητα έχει δύο πλευρές. Η πρώτη είναι η φροντίδα για το φυσικό περιβάλλον. Αγωνιζόμαστε για τα κοινά αγαθά, το πράσινο, τις πλατείες, τους χώρους αθλητισμού και πολιτισμού, το νερό, τις παραλίες και τη θάλασσα. Η δεύτερη χρησιμοποιεί την οικολογική φαντασία για να διαμορφώσει οργανικούς κοινωνικούς δεσμούς, ένα οικοσύστημα πολλών και αλληλο-εξαρτώμενων μορφών ζωής που απορρίπτει τη ριζική διάκριση μεταξύ ανθρώπων και ζώων.

Η οικολογική φαντασία βοηθάει την αναπαραγωγή της κοινότητας με την κατανόηση ότι οι κοινωνικές διεργασίες είναι οργανικές, ένα οικοσύστημα αλληλο-εξαρτώμενων οντοτήτων. Η πολιτισμική δημοκρατία αναδείχτηκε στα κοινωνικά κινήματα, στις άτυπες καλλιτεχνικές ομάδες, στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, στις κοινότητες της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Βάζοντάς την στο κέντρο των δημοτικών λειτουργιών αποσκοπούμε να προωθήσουμε δημόσιες πολιτικές που θα βελτιώνουν την πολιτιστική και δημοκρατική κουλτούρα της πόλης, στην περίπτωσή μου του Πειραιά.

Ο δήμος και τα διαμερίσματα αποτελούν το ουσιαστικό, ανοιχτό, μοναδικό πλαίσιο στο οποίο μπορούν να αναπτυχθούν και να εφαρμοστούν τέτοιες πολιτικές. Αυτή η μορφή πολιτικής κουλτούρας είναι βαθιά ανθρώπινη, φέρνοντας σε επαφή το προσωπικό και το συλλογικό με τον πολιτισμό και τη δημοκρατία δημιουργώντας μια πολιτισμική όαση σε έναν ανθρώπινο Πειραιά.

Το κοινωνικό ήθος

Το κοινωνικό ήθος που έμαθα στις γειτονίες του Πειραιά πριν φύγω το 1974 είχε κοινά στοιχεία τη φιλία, τη φιλοτιμία, τη φιλοξενία. Η φιλία, το ανιδιοτελές άνοιγμα στον άλλο, αποτελεί θεμέλιο της κοινωνικότητάς μας. Τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει αντικατασταθεί από αποξένωση, απόσυρση από τα κοινά. Η φιλοτιμία είναι η αισθητική πλευρά της ηθικής, η ικανοποίηση με τον αυτοσκοπό του έργου, την επιτελεστικότητα της δημιουργίας: ένα καλά μαγειρεμένο φαγητό, ένα σενιαρισμένο μπογιάτισμα, ένα εύηχο σονέτο. Είμαι περήφανος γι’ αυτό που φτιάχνω πέρα και έξω από την ανταλλακτική του αξία. Αυτή η επιμέλεια ζωής μεταμορφώθηκε σε κτητικό ατομισμό. Επιθετικό, καταναλωτικό, αχόρταγο στα χρόνια των παχιών αγελάδων ή αμυντικό στα χρόνια της πενίας.

Τέλος, φιλοξενία. Οταν ο ξένος έρχεται στον τόπο σου, για δουλειά, για επίσκεψη, ως τουρίστας, η πρώτη αντίδραση είναι να τον καλωσορίσεις. Και όταν αυτό χάνεται, αποσαρθρώνεται ο τρόπος με τον οποίο η ταυτότητα καθενός μας συνδέεται και εξαρτάται από τους άλλους. Η φιλοξενία, αυτός ο εξωστρεφής πατριωτισμός, είχε μεταβληθεί, με τις ευλογίες των εξουσιών, σε ξενοφοβία, αποστροφή για τον άλλο.

Αυτό το πληγωμένο ήθος, τις τρεις φιλίες, προσπαθεί να θεραπεύσει ο πολιτισμικός κοινοτισμός. Στο κέντρο και τις γειτονιές οργανώνονται σεμινάρια, μαθήματα και παραστάσεις μουσικής, θεάτρου, ζωγραφικής, λογοτεχνίας, φιλοσοφίας. Ο κινηματογράφος και η ποίηση μας βοηθούν να κατανοήσουμε ποιοι είμαστε και πού πάμε ως πολίτες και κοινωνία. Στήνονται πολιτιστικά κέντρα και γλέντια γειτονιάς συνδυάζοντας την τέχνη με την επιμόρφωση και τη διασκέδαση.

Η πολιτιστική δημοκρατία αναστηλώνει το κοινωνικό ήθος μέσα από συλλογικές δράσεις. Ξαναβρίσκουμε τους φίλους, είμαστε περήφανοι γιατί πετυχαίνουν τα μικρά και τα μεγάλα που φτιάχνουμε, καλούμε τους ξένους να γίνουν μέλη της κοινότητας με όλα τα δικαιώματα και τις χρεώσεις της. Χρησιμοποιούμε τη γλώσσα και την τέχνη για να μεταδώσουμε γνώση, να εμπνεύσουμε τη φαντασία και να συμβάλουμε στον αγώνα για ένα διαφορετικό υλικό και πνευματικό ευ ζην. Η παράδοση συναντά την ουτοπία, η τέχνη την επικοινωνία, η καθημερινότητα την ελπίδα του κοινωνικού μετασχηματισμού. Ετσι η πόλη γίνεται ο χώρος όπου γιατρεύονται τα τραύματα της κυβερνητικής εξουσίας.